πομπικῇ

πομπικῇ
πομπικός
of
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πομπική — πομπικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • SUBARMALIS — apud Treb. Pollinem in Claudio, c. 14. Albam subsericam unam cum purpura Girbitana: subarmalem unum cun purpura Maura; vestis est πομπικὴ et ostensionalis, quod sub armum reiceretur, nomen id adepta. Postquam enim in praeceentibus Valerianus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δενδροφορία — Αρχαία ελληνική γιορτή. Πρόκειται για τη μεταφορά με πομπή ενός δέντρου, στο οποίο, όπως πίστευαν, είχε ενσωματωθεί κάποιος θεός ή θεά. Η θρησκευτική αυτή εκδήλωση αποτελούσε στοιχείο της λατρείας του Διονύσου και της Δήμητρας. Στη Μαγνησία του… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λεωνίδαιον ή Λεωνιδαίον — Ονομασία ιστορικών μνημείων της αρχαιότητας. 1. Ονομασία του τάφου του Λεωνίδα στη Σπάρτη. Βρισκόταν Δ από την αγορά και απέναντι από το θέατρο, αποτελώντας τόπο αθλοπαιδιών που τελούνταν εκεί κάθε χρόνο. Είχε μήκος 12,50 μ. και πλάτος 8,30 μ.… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”